- προῖκ'
- προῖκα , προίξgiftfem acc sgπροῖκε , προίξgiftfem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προίκα — η / προίξ, ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α η κινητή ή ακίνητη περιουσία που δινόταν κατά τον γάμο από την οικογένεια τής νύφης στον γαμπρό, θεσμός που σήμερα έχει καταργηθεί από τον νόμο αρχ. 1. δώρο, χάρισμα 2. (η αιτ. ως επίρρ.) προῑκα α) δωρεάν, ως … Dictionary of Greek
θαλασσίδιος — θαλασσίδιος, ία, ον (AM) το ουδ. ως ουσ. εκκλ. το θαλασσίδιον κάλυμμα τής Αγίας Τραπέζης βαμμένο με χρώματα πορφύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μοιρ ίδιος, προικ ίδιος)] … Dictionary of Greek
θρακώος — θρακῷος, α, ον (Μ) αυτός που ανήκει στη Θράκη, ο θρακικός («τά θρακῷα μέρη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾴκη ή < Θρᾷξ, κός + επίθημα ῳος (πρβλ. προικ ῴος, υλ ῴος)] … Dictionary of Greek
προθυρώα — (I) ἡ, Α το πρόθυρο, η αυλόπορτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *προθυρῷος (πρβλ. προικ ῴος)]. (II) τὰ, Μ τα μέρη που βρίσκονται στα πρόθυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *προθυρ… … Dictionary of Greek
προικιό — και προυκιό, το, Ν 1. καθετί που περιλαμβάνεται στην προίκα 2. μτφ. φυσικό προσόν («κοιλάρφανο χλομό παιδί, που χε προικιό τής μοίρας μόνον καρδιά μεγάλη», Γρυπ.) 3. στον πληθ. τα προικιά ή προυκιά όλα τα είδη που αποτελούν την προίκα, ιδίως τα… … Dictionary of Greek
χαρτώος — ον, θηλ. και ῷα, Μ χάρτινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + κατάλ. ῷος (πρβλ. προικ ῷος)] … Dictionary of Greek